ἀπείλησαν

ἀπείλησαν
ἀ̱πείλησαν , ἀπειλέω
keep away
aor ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀπειλέω
keep away
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἀπειλέω 1
keep away
aor ind act 3rd pl
ἀπειλέω 1
keep away
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἀ̱πείλησαν , ἀπειλέω 2
hold out
aor ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀπειλέω 2
hold out
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπειλῆσαν — ἀπειλέω keep away aor part act neut nom/voc/acc sg ἀπειλέω 1 keep away aor part act neut nom/voc/acc sg ἀπειλέω 2 hold out aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • κολόνα — I Οικισμός (35 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυθαγορείου του νομού Σάμου. II (Colonna). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών φεουδαρχών, ευγενών και λογίων, από τη Ρώμη. Οι Κ. απέκτησαν πλούτο και δύναμη και επηρέαζαν αποφασιστικά την… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Ανδροκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Φίντα, βασιλιάς των Μεσσηνίων (8ος αι. π.Χ.). Βασίλεψε μαζί με τον αδελφό του Αντίοχο το 760 π.Χ. Όταν οι Σπαρτιάτες απείλησαν τους Μεσσηνίους με πόλεμο, εάν δεν τους παρέδιδαν τον Μεσσήνιο ολυμπιονίκη… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Εσκί Σεχίρ — Πόλη (482.793 κάτ. το 2000) της Τουρκίας. Πρόκειται για μια μάλλον πρόσφατη πόλη, παρά την ονομασία της, που σημαίνει παλιά πόλη. Βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα ΒΔ από τα ερείπια του αρχαίου Δορυλαίου. Είναι χτισμένη σε ύψος 792 μ. στη δεξιά όχθη …   Dictionary of Greek

  • Ιάζυγες — Αρχαίος νομαδικός σαρματικός λαός. Αρχικά ζούσε στις όχθες της Μαιώτιδας λίμνης (σημερινή Αζοφική θάλασσα στον Εύξεινο Πόντο). Περίπου το 50 π.Χ., με τη σαρματική επέκταση, κατοίκησε στις όχθες τού κάτω Δούναβη και αργότερα μετακινήθηκε προς τα Δ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”